- ὑπεραυαίνω
- ὑπεραυαίνω,A dry excessively,
τὸν ἐγκέφαλον Hp.Ep.19
(Hermes53.70).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸν ἐγκέφαλον Hp.Ep.19
(Hermes53.70).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεραυαίνω — Α ξηραίνω στο έπακρο, στεγνώνω υπερβολικά, αφυδατώνω πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αὐαίνω «ξηραίνω»] … Dictionary of Greek